Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΟΝΑΞΙΑ

Απόβραδο, στο πάρκο μικρύναν τα δέντρα.
Η βροχή στένεψε την κορμοστασιά τους
ρίγες ατσαλάκωτου πλισέ, στο παραθύρι
οι στάλες, δε μ' αφήνουν να δω.
Τα κιτρινιάρικα φώτα, προσπαθούν απεγνωσμένα
να φέξουν, δυο τρεις διαβάτες που ξεχάστηκαν.
Αλήθεια, κάνει κρύο απόψε.
Στη μικρή κάμαρα ανάβει καντήλι
να ζεσταθεί η μοναξιά.
Τα 'κονίσματα παγωμένα,
χωρίς ίχνος γλυκύτητας.
Εκεί στην άκρη η Παναγία
ζητά έλεος
απ' τη σκιά που σκύβει μπροστά της.
Ένα σκυλί γαβγίζει παράξενα
και συντροφεύει τις μικρές δονήσεις
φόβου μου.
Τα ξεθωριασμένα γέρικα μάτια
ξέχασαν να δακρύζουν.
-Γιατί άργησες να ΄ρθεις απόψε;
Σε περίμενα.
Πάντα σε περιμένω.
Χρόνια τώρα, ξεχνώ να κλείσω την πόρτα...
Το ρολόι μετρά τις ώρες βαρετά
κι αυτή η βροχή σε τρελαίνει.
Έτσι και τότε, η βροχή,
βαρκούλα βαποράκι είχες φύγει
στις μικρές υδάτινες χαραμάδες του δρόμου.
Λειψές οι θύμησες.
Τόσα χρόνιαα, που να θυμάμαι!
Τα σκεπάσματα παγώσαν...
Δυο τρία βήματα ως εκεί
κι ύστερα... η βροχή στις πλάκες
...κανείς άλλος.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

ΟΝΕΙΡΑ

Μες απ' τα ταξίδια σας ταξιδεύω
Στης κουπαστής τ' απροσδόκητο ακουμπώ
Άλογο ψάρι μυρμήγκι
Να με φέρει πού...

Παραχωρώ στης ελπίδας τη φαντασίωση
της ακινησίας μου το στάσιμο
να με ντύνει
οδοιπόρο μακρινών διαδρομών.

Δυο παπούτσια να περπατούν
σε φορεμένα πόδια
και δυο μάτια να φωτογραφίζουν
αφόρετα όνειρα, ονειρεύομαι
Βουνά να χτυπούν τις πόρτες
των λογισμών μου,
Πεδιάδες να τραγουδούν
σπαρμένες κοχύλια
και δάση με δέντρα
βοστρύχους ξέπλεκους
ν' ανεμίζουν.

Χτένια οι ελπίδες μου
τα σγουρά της γης να ισιώνουν
μη και σκοντάψω
σε πεταμένες αλήθειες
και κάτι φαγωμένες νεροσυρμές

Μες απ' τα ταξίδια σας ταξιδεύω
Στης κουπαστής τ' απροσδόκητο αναλώνομαι
Άλογο ψάρι μυρμήγκι
Να με φέρει πού.....

Σφίγγω τα δόντια στα σχοινιά της αντοχής
μην τύχει και σπάσουν
Μπήγω τα νύχια στα ερέβη της νύχτας
να ματώσω τη ροδαυγή.
Δεν πρέπει να χάσω το δρόμο
σ' αυτό το ταξίδι...
Ούτε την άσπιλη βεβαιότητα της αφετηρίας....

Χαρούλα Ηλία - Φράγκου